- μαραθώνιο
- maraton
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
κανονοβολισμός — ο ο κανονιοβολισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερος τ. τής λ. κανονιοβολισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Νικόλ. Α. Μαραθώνιο] … Dictionary of Greek
Αρχίας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Οινοχόος και συγγενής του Οινέα, που σκοτώθηκε σε παιδική ηλικία με –ακούσιο– ράπισμα από τον Ηρακλή για κάποιο σφάλμα που έκανε σε συμπόσιο ή στους γάμους του Ηρακλή με τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας… … Dictionary of Greek
Δελφίνιον — Ονομασία ναών κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός της Αθήνας που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνακαι της Δελφινίας Άρτεμης και χτίστηκε από τον Αιγέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό όταν κατασκευαζόταν. Οι εργάτες… … Dictionary of Greek
Εκάλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η Ε. ήταν η γερόντισσα η οποία φιλοξένησε τον Θησέα, την παραμονή του αγώνα του με τον Μαραθώνιο ταύρο. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 330 μ., 5.190 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η Ε.… … Dictionary of Greek
Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… … Dictionary of Greek
Λούης, Σπύρος — (Μαρούσι Αττικής 1872 – 1940). Ολυμπιονίκης αθλητής του μαραθωνίου. Κύρια ασχολία του ήταν η καλλιέργεια της γης και η μεταφορά νερού από το Μαρούσι στην Αθήνα (νερουλάς). Μολονότι δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον αθλητισμό, παρακινήθηκε από… … Dictionary of Greek
καταϊδρώνω — καταΐδρωσα, καταϊδρώθηκα, καταϊδρωμένος, ιδρώνω πάρα πολύ: Μετά το μαραθώνιο δρόμο ήταν καταϊδρωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαραθωνοδρόμος — ο ο αθλητής που συμμετέχει στο μαραθώνιο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερματίζω — τερμάτισα, τερματίστηκα 1. βάζω τέρμα σε κάτι, τελειώνω: Τερμάτισε τη σταδιοδρομία του. 2. φτάνω στο τέρμα: Τερμάτισε πρώτος στο Μαραθώνιο. 3. φρ., «Τερματίζω τη ζωή μου», αυτοκτονώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)